Αρχικά η λέξη εντοπίζεται στη φράση την κάνω λαμόγια, με τη σημασία «ξεφεύγω, φεύγω, εξαφανίζομαι από κάπου».
Χρησιμοποιείται κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός, κυρίως ως συνώνυμο του «απατεώνα»: Πώς ένα λαμόγιο πλουτίζει εκμεταλλευόμενο την ανθρώπινη βλακεία, με τη βοήθεια διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων.
Σύμφωνα με το Λεξικό --->>>
Στο Λεξικό της Πιάτσας παρατίθεται ο τύπος λαμόγιας με τη σημασία «αβανταδόρος» (= αυτός που κάνει αβάντα για κάποιον άλλο, υποκρίνεται δηλαδή τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες) με ετυμολογική προέλευση από το ιταλικό la moya = το λάδι.
Αυτό το τελευταίο είναι μια άλλη εκδοχή, αυτός που λαδώνει ή αυτός που λαδώνεται ή και οι δυο μαζί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου