Η ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Αλέξη Τσίπρα στην εκδήλωση:
«Δημοκρατία, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη. Η Αριστερά απαντά στη στρατηγική της έντασης»
«Δημοκρατία, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη. Η Αριστερά απαντά στη στρατηγική της έντασης»
Αγωνιστές
της Δημοκρατίας και της Αριστεράς,
Βρισκόμαστε
σήμερα εδώ για να μεταδώσουμε σε όλη τη χώρα την αποφασιστικότητά μας να
υπερασπιστούμε τη δημοκρατία, την κοινωνική αλληλεγγύη, τα κοινωνικά
δικαιώματα. Βρισκόμαστε
εδώ για να διαμηνύσουμε ότι η Αριστερά στο σύνολό της είναι όχι μόνο ο
υπερασπιστής των πολλών >>>
και των αδύναμων, αλλά, ταυτόχρονα, η συμπαγής πολιτική δύναμη που εγγυάται ότι η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν θα ακρωτηριαστεί από το νεοφιλελεύθερο ακροδεξιό φονταμενταλισμό της συγκυβέρνησης του Μνημονίου.
και των αδύναμων, αλλά, ταυτόχρονα, η συμπαγής πολιτική δύναμη που εγγυάται ότι η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν θα ακρωτηριαστεί από το νεοφιλελεύθερο ακροδεξιό φονταμενταλισμό της συγκυβέρνησης του Μνημονίου.
Βρισκόμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε τις δομές κοινωνικής αλληλεγγύης που φτιάχνονται σε όλη τη χώρα.
Για να
υπερασπιστούμε τα κινήματα αυτοοργάνωσης των πολιτών, τα συνδικάτα, τους
απεργούς και το δικαίωμα της απεργίας.
Τους
κοινωνικούς φορείς, όλες εκείνες τις συλλογικές κοινωνικές δομές που στήθηκαν
και λειτούργησαν τις τελευταίες δεκαετίες και βεβαίως την τελευταία περίοδο.
Βρισκόμαστε τέλος εδώ για να δώσουμε το μήνυμα ότι η Αριστερά μπορεί - και το οφείλει απέναντι στον ελληνικό λαό -, να πάρει τις τύχες της χώρας στα χέρια της.
Να
ξαναδώσει την αισιοδοξία και την ελπίδα στην ελληνική κοινωνία.
Να
φτιάξει μια καλύτερη κοινωνία δικαιοσύνης, ισότητας και αλληλεγγύης.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, Φίλες και φίλοι,
Η χώρα
εδώ και τρία χρόνια βιώνει τη βία μιας εκτεταμένης και σκόπιμης κοινωνικής
καταστροφής.
Το
«λάθος» για το οποίο μιλά σήμερα το Διεθνές Νομισματικό ταμείο υπήρξε ο οδικός
χάρτης της μεγαλύτερης και βιαιότερης νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης οικονομικών
και κοινωνικών σχέσεων που έγινε ποτέ σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τα
τελευταία τρία χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας βυθίστηκε
στην φτώχεια, αντιμετώπισε την πρωτοφανή ληστεία των κόπων μιας ζωής, θυμήθηκε
τις μέρες της μετανάστευσης – αυτή τη φορά ενός μορφωμένου και υψηλά
καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού -, πληροφορήθηκε για τα κρούσματα ασιτίας
παιδιών στα σχολεία, είδε εικόνες φρίκης με εκατοντάδες ανθρώπους να εκλιπαρούν
για λίγα τρόφιμα πρώτης ανάγκης, έμαθε ότι οι αυτοκτονίες αυξάνονται και
χτυπούν την πόρτα κάθε αδύναμου ανθρώπου, του διπλανού ανθρώπου.
Εικόνες
βγαλμένες από την οργουελιανή φαντασία, που ήταν αδιανόητες λίγα χρόνια πριν,
όταν το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας βαυκαλιζόταν με τα
ιδεολογήματα της «ισχυρής Ελλάδας».
Η Ελλάδα σήμερα θυμίζει μια χώρα που βγαίνει από «πόλεμο»,
μια χώρα με κατεστραμμένη την εργασία, με καταρρακωμένους
κοινωνικούς θεσμούς, με εξαθλιωμένους κρατικούς λειτουργούς, με κουρασμένους
ψυχικά ανθρώπους.
Η ελληνική
κοινωνία οπισθοχώρησε μερικές δεκαετίες μέσα σε τρία μόλις χρόνια, σε όλους
τους κοινωνικούς και οικονομικούς δείκτες.
Η λέξη
«σύγκλιση», αγαπημένη λέξη του γιάπικου εκσυγχρονισμού της δεκαετίας του 1990
και του 2000, ξεχάστηκε και η πραγματικότητα της φτώχειας και της όξυνσης των
κοινωνικών ανισοτήτων επισκίασε κάθε κρατική πολιτική.
Καμία, όμως,
πολιτική τέτοιας ακραίας αναδιάρθρωσης υπέρ των πλουσίων, καμία τέτοια επίθεση
σε οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί, αν
ταυτόχρονα δεν είχε αμφισβητηθεί η ίδια
η Δημοκρατία και οι ίδιοι οι θεσμοί της επίσημης νομιμότητας.
Γιατί
δεν μπορεί να υπάρξει διευρυμένη συναίνεση σε μια τέτοια πολιτική.
Γιατί
είναι αδύνατον να αντικατασταθούν κοινωνικά συμβόλαια με συμβόλαια
εθελοδουλείας.
Γιατί
είναι αδύνατον μια τόσο ωμή ταξική επίθεση να μην δημιουργήσει οξύτατο πρόβλημα
πολιτικής νομιμοποίησης της εξουσίας.
Και
απέναντι σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα «φτώχειας, ανεργίας και πολιτικής
απονομιμοποίησης της εξουσίας», δεν θα μπορούσε να αντιταχτεί τίποτα λιγότερο
από τη καταστολή και την έμπρακτη αμφισβήτηση της ίδιας της αστικής
νομιμότητας, του ίδιου του κοινοβουλευτισμού.
Συντρόφισσες
και σύντροφοι,
Το
σύστημα της μνημονιακής κυβερνητικής εξουσίας διατείνεται ότι έχει εκκρεμότητες με τη μεταπολίτευση.
Στη πραγματικότητα εννοούν ότι έχουν εκκρεμότητες με τη
δημοκρατία.
Με τους κοινωνικούς αγώνες, την ανυπακοή που εκπορεύεται από
το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος.
Στόχος τους είναι να καταργηθεί η κοινωνία.
Δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα, έλεγε η Θάτσερ.
Και αυτό ακριβώς κάνουν με την επιχείρηση του κοινωνικού
αυτοματισμού, με την δυσφήμιση του συνδικαλισμού, με τους επιταγμένους
απλήρωτους εργαζόμενους, με την απαγόρευση των απεργιών.
Εκβιάζουν και στοχοποιούν όλους όσοι αντιστέκονται σε αυτό το
φαύλο διεφθαρμένο σύστημα.
Όσοι δεν αποτελούν μέρος των οργανικών κρατικοδίαιτων
διανοούμενων, λαμβάνουν το μήνυμα του αυταρχισμού, το μήνυμα της καταστολής ή
το μήνυμα του οικονομικού ελέγχου και της σύλληψης, ακόμα και για κλήσεις
μικροποσών παρελθόντων ετών.
Αντίθετα, όσοι στηρίζουν αυτόν τον βάρβαρο νεοφιλελευθερισμό
και την νέα τάξη πραγμάτων, επιχειρούν ή και συνοδεύουν το πρωθυπουργό στις
διεθνείς του επαφές, ακόμα και αν χρωστάνε δεκάδες εκατομμύρια στο δημόσιο.
Στη
μνημονιακή Ελλάδα του 2013, ζούμε μια περίοδο όπου νεοφιλελευθερισμός και
ακροδεξιά συγκατοικούν στον τύπο της κυβερνητικής εξουσίας.
Νεοφιλελευθερισμός
και ακροδεξιά βαδίζουν χέρι-χέρι σε όλο το καθεστωτικό πολιτικό, κρατικό και
μιντιακό φάσμα.
Είναι
οι δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου μνημονιακού νομίσματος.
Η
πρώτη, κλιμακώνει την οικονομική τρομοκρατία του πλούτου και της διαπλοκής.
Η
δεύτερη, κλιμακώνει την κρατική καταστολή και την περιστολή του Συντάγματος και
επιχειρεί την άρση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Και οι
δύο μαζί θέτουν σήμερα επί τάπητος και επιτακτικά ένα μέγα ζήτημα: Ζήτημα δημοκρατίας.
Το
ξέραμε από την ιστορική μας γνώση – οι παλιότεροι ενδεχομένως και από την
βιωματική τους σχέση-, ότι η νομιμότητα για τις κυρίαρχες οικονομικές και
πολιτικές δυνάμεις είναι μια έννοια που συστέλλεται ή διαστέλλεται ανάλογα με
τα συμφέροντά τους και ανάλογα με την ένταση της αμφισβήτησης στην πολιτική
τους.
Τα
συμφέροντά τους ήταν και είναι τεράστια. Αλλά εξίσου τεράστια ήταν και είναι η
αμφισβήτηση της πολιτικής τους.
Τα τρία
τελευταία χρόνια των Μνημονίων και του άγριου νεοφιλελευθερισμού η κοινωνία
έδωσε ένα μεγάλο παρόν.
Με τις
δυναμικές της απεργίες.
Με τις
μαζικές της κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις.
Με τις
πλατείες και τα αιτήματα για άμεση δημοκρατία και συμμετοχή.
Με τα
κινήματα πολιτικής ανυπακοής εκεί που η αδικία σε βάρος των πολλών γινόταν
κραυγαλέα.
Με την
οργάνωση δικτύων αλληλεγγύης και κοινωνικής αλληλοβοήθειας.
Με την
εκλογική αποδοκιμασία του παλιού δικομματισμού και των ανθρώπων που τον
συμβόλισαν.
Αυτή η
τεράστια κοινωνική κινητοποίηση των τελευταίων χρόνων επέδρασε ραγδαία στο
πολιτικό σύστημα.
Ελαχιστοποίησε
την πολιτική του επιρροή, κυρίως όμως έφτιαξε καθημερινά μέτωπα «από τα κάτω»,
όταν το γενικό κοινωνικό πρόβλημα της χώρας συναντούσε την απλή καθημερινότητα
της γειτονιάς, του σχολείου, του εργασιακού χώρου.
Η κοινωνική αμφισβήτηση επομένως έπρεπε και πρέπει ακόμα, πάση
θυσία, να κατασταλεί.
Μια ακραία δογματική πολιτική σαν κι αυτή που υλοποιείται τα
τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, δεν φτιάχνει συναινέσεις και κοινωνικά συμβόλαια.
Μια τέτοια πολιτική ή υλοποιείται αυτούσια ετσιθελικά ή
καταρρέει με πάταγο.
Και για να υλοποιηθεί αυτή η πολιτική, οι καθεστωτικές δυνάμεις
ένα δρόμο είχαν και έχουν: την
καταπάτηση της δημοκρατικής νομιμότητας και των συνταγματικών εγγυήσεων του
κράτους δικαίου, τη δημιουργία ενός οιονεί καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης».
Αυτές τις εκδοχές βλέπουμε σήμερα να εκτυλίσσονται σταθερά. Από
τις απολύσεις στο δημόσιο τομέα έως τις επιστρατεύσεις απεργών.
Από τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου με τις οποίες ασκείται
πλέον το κυρίως νομοθετικό έργο μέχρι την προκλητική συγκάλυψη των φοροφυγάδων
της λίστας Λαγκάρντ.
Από τη βία της υπερφορολόγησης των φτωχών έως το στυγνό
ξεπούλημα κάθε δημόσιου χώρου και κάθε δημόσιου αγαθού.
Από τη συστηματική δράση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής έως την
ανοικτή εμφάνιση ακροδεξιών θυλάκων μέσα στον κρατικό μηχανισμό.
Ο κυνισμός του κράτους και του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος
δεν οριοθετείται από ιδεοληψίες περί νομιμότητας.
Γι’ αυτούς η Δημοκρατία είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να
επιλυθεί.
Και πρέπει να επιλυθεί γιατί εμποδίζει την εφαρμογή και την
αποτελεσματικότητα των ακραίων ταξικών πολιτικών.
Και κάθε κοινωνική ομάδα, κάθε ατομικός πολίτης που βρίσκεται
εκτός του τόξου αυτής της μειωμένης νομιμότητας πρέπει να πληγεί:
Οι εργαζόμενοι που ζητούν πλήρη εργασία, οι ανυπότακτοι
συνδικαλιστές και απεργοί, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι
μετανάστες, οι κοινωνικές συλλογικότητες και οι πρωτοβουλίες, οι ατομικοί
διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, οι αντιεξουσιαστικές ομάδες, τα πολιτικά
κόμματα, όλοι οι «εκτός τόξου» επιβάλλεται να συκοφαντηθούν ως «κύκλοι ανομίας»
και πυροδότες της βίας.
Παλιά πολιτική, που παραπέμπει
στην ιστορικά δοκιμασμένη συνταγή του ακροδεξιού εξτρεμισμού, στην
πολιτική της στρατηγική της έντασης.
Μιας στρατηγικής που τροφοδοτεί τον φόβο
των ανθρώπων απέναντι σε μια συγκεκριμένη ομάδα, διαιρώντας και
χειραγωγώντας την κοινή γνώμη μέσω του τρόμου, της προπαγάνδας
και της μισαλλοδοξίας.
Και πάντοτε της προβοκάτσιας.
Συντρόφισσες
και σύντροφοι, Φίλες και φίλοι,
Επιτρέψτε
μου μια μικρή αναδρομή σε ορισμένα σημαντικά γεγονότα του πρόσφατου αλλά και
του απώτερου παρελθόντος.
Στις 12
Δεκεμβρίου του 1969, μια βομβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο
αφήνει πίσω της 17 νεκρούς και 88 τραυματίες.
Εγκαινιάζει
μια μεγάλη χρονική περίοδο τουλάχιστον 15 χρόνων, όπου ακροδεξιές και
φασιστικές οργανώσεις, σε πλήρη συνεργασία με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες,
το παρακράτος και το βαθύ κράτος, αναπτύσσουν αυτό που ονομάστηκε «στρατηγική
της έντασης».
Το ιταλικό
σύστημα ευελπιστούσε ότι η ακραία τρομοκρατία του κράτους και του παρακράτους
θα προκαλούσε αντίστοιχες αντιδράσεις από τις δυνάμεις της κοινωνικής
αντιπολίτευσης, όπως και τελικά έγινε.
Έτσι η
χώρα θα βυθιζόταν σε ένα κύμα βίας, που το πρώτο που θα έπληττε ήταν το
οργανωμένο λαϊκό κίνημα στις γειτονιές και στα εργοστάσια, που έθετε εκείνα τα
χρόνια εμπράκτως θέμα εξουσίας.
Το
δεύτερο που έλπιζαν ότι θα έπληττε ήταν το δημοκρατικό πλαίσιο δικαιωμάτων.
Γι’
αυτό και επεξεργάστηκαν ένα σχέδιο περιστολής συνταγματικών εγγυήσεων και
δημιουργίας ενός σκληρού κράτους έκτακτης ανάγκης.
Η
πρόκληση επέτυχε. Η Ιταλία πέρασε όλη την αυταρχική νομοθεσία της καταστολής
και με τη συναίνεση των καθεστωτικών κομμάτων όρισε το χώρο της «νόμιμης
πολιτικής» όπως το ονόμασαν το λεγόμενο και ως «συνταγματικό τόξο».
Γεγονός
που οδήγησε στην βίαιη καταστολή μεγάλου μέρους της κοινωνικής αριστεράς και
των κοινωνικών δικτύων της βάσης.
Πολλά
χρόνια αργότερα, το Δεκέμβρη του 2008, σε συνέντευξή του ο Φραντσέσκο Κοσσίγκα,
ένας πολιτικός που έφτασε να είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην Ιταλία,
παλαιός υπουργός δημόσιας τάξης της Ιταλίας στα χρόνια της «έντασης», ομολογεί
κυνικά πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά, από τη πλευρά του αστικού
κράτους, τις κοινωνικές εντάσεις.
Όχι,
βεβαίως, θεραπεύοντας αυτό που τις προκαλεί, αλλά στήνοντας προβοκάτσιες:
«Τους
αφήνεις να δράσουν (εννοεί τους φοιτητές). Απομακρύνεις τις δυνάμεις της
αστυνομίας από τους δρόμους και τα Πανεπιστήμια, βάζεις προβοκάτορες στο κίνημα
έτοιμους για όλα και αφήνεις για καμιά δεκαριά μέρες τους διαδηλωτές να
καταστρέψουν καταστήματα, να κάψουν αυτοκίνητα και η πόλη να περάσει δια πυρός
και σιδήρου. Στη συνέχεια, ενδυναμωμένος πλέον από τη συναίνεση του κόσμου, ο
ήχος των σειρήνων των ασθενοφόρων θα πρέπει να υπερκαλύπτει αυτών της
αστυνομίας και των καραμπινιέρων. Οι δυνάμεις της αστυνομίας δεν θα πρέπει να
δείξουν κανένα οίκτο, να στείλουν τους πάντες στο νοσοκομείο. Δεν τους
συλλαμβάνεις, άλλωστε οι δικαστές θα τους αφήσουν ελεύθερους, αλλά τους κτυπάς
και κτυπάς κυρίως εκείνους τους καθηγητές που υποδαυλίζουν την εξέγερση των
μαθητών».
Σας
θυμίζουν κάτι αυτά τα λόγια; Αν σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά δεν έχετε άδικο. Τα
εγχειρίδια της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι τα ευαγγέλια της σημερινής
κυβέρνησης του κου Σαμαρά, του κ. Δένδια, του κ. Βορίδη, του κ. Φαήλου
Κρανιδιώτη και του κ. Κεδίκογλου.
Όμως
για να είμαστε δίκαιοι, τόσο οι πρακτικές του Κοσσίγκα όσο και αυτές του ιταλικού
βαθέως κράτους δεν ήταν καινούργιες. Τριάντα περίπου χρόνια νωρίτερα, η
εδραίωση του Ναζιστικού Κόμματος στην εξουσία στην Γερμανία του μεσοπολέμου
σημαδεύτηκε από μία από τις μεγαλύτερες προβοκάτσιες του καθεστώτος σε βάρος
των γερμανών κομμουνιστών.
Η
καταστροφή του Ράιχσταγκ, του γερμανικού Κοινοβουλίου τον Φεβρουάριο του 1933,
είχε επιμελώς προετοιμαστεί από τις κατασκευασμένα έγγραφα που δήθεν είχαν
βρεθεί στα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος και που δήθεν προετοίμαζαν
πυρπολήσεις κυβερνητικών κτιρίων, μουσείων, σπιτιών και εργοστασίων ζωτικής
παραγωγικής σημασίας. Πράγματι, λίγες ημέρες αργότερα από τις «αποκαλύψεις
αυτές «κατά σύμπτωση», συνέβησαν εμπρησμοί δημοσίων κτιρίων. Και αφού η
«κοινή γνώμη» είχε κατάλληλα προετοιμαστεί στις 27 του Φλεβάρη 1933εκδηλώνεται
πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ, η οποία αποδίδεται
στους Γερμανούς κομμουνιστές και που οδηγεί στην άμεση σύλληψη περίπου 10.000
μελών του κόμματος και στη ντε φάκτο θέση σε παρανομία του Κομμουνιστικού
Κόμματος.
Πρόκειται
για μια από τις σημαντικότερες προβοκάτσιες της πολιτικής ιστορίας, υπόδειγμα
δράσης βαθέως κράτους και παρακράτους. Αλλά, γιατί
κανείς να περιδιαβαίνει το ευρωπαϊκό παρελθόν όταν και οι ελληνικές εμπειρίες
είναι γνωστές και καταγεγραμμένες ιστορικά. Ένα τέτοιο σχέδιο κατάληψης της
πολιτικής εξουσίας από τους έλληνες κομμουνιστές δεν προφασίστηκε η χούντα των
συνταγματαρχών το 1967;
Ολόκληρη
η δεκαετία του ’60, από την υπόθεση στον Γοργοπόταμο έως την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και
τις συντεταγμένες επιθέσεις παρακρατικών στις διαδηλώσεις της νεολαίας, δεν
δείχνουν ότι η πρακτική της πολιτικής προβοκάτσιας έχει ακολουθηθεί σταθερά και
στη χώρα μας;
Σύντροφοι
και συντρόφισσες, φίλες και φίλοι,
Είναι
γεγονός, ότι κάθε φορά που το καθεστώς αισθάνεται ότι κινδυνεύει καταφεύγει σε
αυτήν την δοκιμασμένη παλαιόθεν στρατηγική. Ας την δούμε, όμως, λίγο πιο
προσεκτικά στο φως των σημερινών δεδομένων στη χώρα μας.
Η
στρατηγική της έντασης που δοκιμάζει σήμερα το σύστημα της μνημονιακής
διακυβέρνησης έχει βασικούς πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους.
Στόχους
που πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε για να μπορέσουμε να εξουδετερώσουμε. Έχει ως
στόχο, καταρχήν, να πετύχει την αυταρχική θωράκιση του κράτους, την περιστολή
των δημοκρατικών εγγυήσεων, τη νομιμοποίηση μιας ακραίας καταστολής που θα
αμφισβητεί, προληπτικά μάλιστα, όλα τα ατομικά και δημοκρατικά κατακτημένα
δικαιώματα.
Έχει,
ως δεύτερο βασικό στόχο, να συκοφαντήσει και να απονομιμοποιήσει τις κοινωνικές
διεκδικήσεις και τους κοινωνικούς αγώνες. Να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους των
«από κάτω», ποινικοποιώντας την ίδια την πολιτική και συνδικαλιστική συμμετοχή,
καθώς και το δικαίωμα στην απεργία.
Έχει ως
στόχο, επίσης, να εξαφανίσει ή έστω να περιθωριοποιήσει κάθε φιλελεύθερη φωνή
στο εσωτερικό των συστημικών κομμάτων της δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας.
Κάθε ατομική φωνή ή πολιτική τάση που θα μπορούσε δυνητικά να πολιτευτεί στο
μέλλον ως εκπρόσωπος της κοινωνίας και όχι ως ατζέντης οικονομικών συμφερόντων.
Ήδη, η
καραμανλική παράδοση του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού αποτελεί μακρινή
ανάμνηση για τη ΝΔ, ενώ στο ΠΑΣΟΚ ο όρος «σοσιαλισμός» εξαλείφεται ακόμα και
από τα ανούσια, ούτως ή άλλως, κομματικά κείμενα. Κυρίως, όμως, η στρατηγική
της έντασης έχει πολιτικό στόχο την Αριστερά – και κατά κύριο λόγο στην παρούσα
φάση τη δική μας Αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Η
στρατηγική της έντασης έχει ως κεντρικό άξονα να δημιουργήσει, να προκαλέσει,
ένα κύμα πολιτικής βίας.
Χτυπάει
τυφλά για να χτυπηθεί τυφλά.
Χτυπάει
πολύ για να χτυπηθεί πολύ.
Δεν
χτυπάει κατ’ ανάγκην αριστερούς ανθρώπους η αριστερές συλλογικότητες.
Χτυπά οτιδήποτε
και οποιονδήποτε, άτομο, χώρο, ομάδα, μειονότητα, συλλογικότητα, με στόχο να
προκαλέσει μια εξίσου τυφλή αντίδραση.
Ο
φαύλος κύκλος της βίας θα γεννήσει σύμφωνα με το σχέδιο την ανάγκη περιστολής
των δημοκρατικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, όσων, τέλος πάντων, απέμειναν από
την λαίλαπα της τελευταίας τριετίας.
Αν η
Αριστερά ως συντεταγμένη πολιτική δύναμη την αρνηθεί, θα κατηγορηθεί ως
υποκινητής της βίας.
Αν την
αποδεχτεί, θα έχει προβεί σε μια στρατηγική παραχώρηση, που στο τέλος θα
υπονομεύσει την ίδια αφού θα της αφαιρέσει κάθε ηθικό και κοινωνικό
πλεονέκτημα.
Θα την
καταστήσει «μία από τα ίδια».
Το
σχέδιο είναι διπλής εξόδου για το σύστημα.
Η
Αριστερά θα απολογηθεί και για τη μία επιλογή της και για την άλλη.
Το
βλέπουμε κάθε μέρα στη δική μας περίπτωση, πόσο συμβιώνουν και εκφράζονται
ταυτόχρονα, δύο κριτικές προς εμάς, τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ:
Η πρώτη
μας θέλει ένα είδος αναρχοααυτόνομου πολιτικού χώρου, που περικλείει στους
κόλπους του κάθε αναρχικό, αντιεξουσιαστικό στοιχείο και πριμοδοτεί την βία και
την ανομία.
Η
δεύτερη μας θέλει να κάνουμε «ρεαλιστική» ή «δεξιά» στροφή, ετοιμαζόμενοι να
κυβερνήσουμε, απεμπολώντας τις αρχές μας, το ριζοσπαστισμό μας και τις
πολιτικές μας δεσμεύσεις.
Και οι
δύο κριτικές μας ασκούνται ταυτόχρονα, από τους ίδιους ανθρώπους. Από το
φοβισμένο πολιτικό σύστημα της διαπλοκής, πιστεύοντας ότι θα μας πλήξουν είτε
με τη μία είτε με την άλλη μορφή. Δεν καταλαβαίνουν ότι αλληλοακυρώνονται οι
δύο αυτές κριτικές που μας ασκούν. Και, ταυτόχρονα, βεβαίως, οργανώνουν
καθημερινά τις προβοκάτσιες τους, χαμηλότερης ή υψηλότερης ισχύος.
Η
στρατηγική της έντασης έχει πολλούς πρωταγωνιστές, σε διάφορους ρόλους.
Η Χρυσή
Αυγή είναι σήμερα ένας κορυφαίος τέτοιος πρωταγωνιστής. Κλιμακώνει εμπράκτως
την ένταση, είτε απέναντι σε μετανάστες είτε απέναντι σε συλλογικότητες.Είναι ο
πολιτικο-στρατιωτικός πυλώνας του συστήματος της διαπλοκής.Οι ακροδεξιοί
θύλακες μέσα στην Αστυνομία είναι ένας δεύτερος πρωταγωνιστής. Με την κάλυψη
της πολιτικής ηγεσίας, συμμετέχει ενεργά στον πολιτικό σχεδιασμό της σημερινής
τρικομματικής κυβέρνησης, επιχειρώντας άμεσες παρεμβάσεις στην καθημερινή ατζέντα.
Η
σημερινή ηγετική ομάδα της ΝΔ και οι επικοινωνιακοί της σύμβουλοι, επιφανείς
ακροδεξιοί αναλφάβητοι, είναι ένας τρίτος πρωταγωνιστής. Οι μικροί Γκέμπελς του
συστήματος, που έχουν άμεσα στοχοποιήσει όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και
κάθε ανεξάρτητο πολίτη, έντυπο, βιβλίο, διανοούμενο.
Έχουμε,
όμως, και τους δεύτερους ή και τους τρίτους ρόλους σε αυτήν την επιχείρηση.
Ακόμα και guest stars.
Ένας
τέτοιος δεύτερος ρόλος ανήκει στο σημερινό Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, τον Ευάγγελο
Βενιζέλο, έναν πολιτικό που μπορεί να υποστηρίξει με το ίδιο πάθος διαμετρικά
αντίθετες απόψεις.Που μετέφρασε την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ως ρεσάλτο
και απόπειρα «εξ’εφόδου κατάληψης της εξουσίας», ενώ προσφάτως ανακάλυψε και το
θεώρημα της «μόδας» για να ερμηνεύσει την άνοδο της Χρυσής Αυγής.
Και,
βεβαίως, δεν μπορεί να μην αναφερθεί κανείς και στα επίσημα καθεστωτικά μίντια
της χώρας, το μακρύ χέρι της οικονομικο-πολιτικής διαπλοκής στην Ελλάδα, το
«αυγό του φιδιού».
Το
μηχανισμό εκείνο που γράφει στα παλιά του τα παπούτσια δεοντολογίες και
δημοσιογραφική ανεξαρτησία και μεταβάλλεται σε έναν ωμό μηχανισμό διαστρέβλωσης
της πραγματικότητας.
Όμως,
συντρόφισσες και σύντροφοι, το κρίσιμο ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε
πολιτικά ως Αριστερά, και ειδικότερα ως ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι το παλαιό κλασικό
ερώτημα:
Τι να
κάνουμε;
Τι
κάνουμε σήμερα, σε αυτήν τη συγκυρία και με δεδομένο ότι η εμπειρία μας και η
γνώση μας απ’ ότι συνέβη τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ευρώπη και την Ελλάδα,
είναι σαφώς πλουσιότερη αλλά και η συλλογική μας ωριμότητα πολύ μεγαλύτερη;
Ποια
πρέπει να είναι στάση μας σταθμίζοντας και τις ιστορικές εμπειρίες της
στρατηγικής της έντασης;
Καταρχήν
ας αναγνωρίσουμε ότι η σημερινή συγκυρία έχει πολλές ιδιαιτερότητες.
Μία εξ’
αυτών είναι ότι η σημερινή οικονομική κρίση και η έκταση της κοινωνικής
καταστροφής που έχουν επιφέρει οι κυβερνητικές μνημονιακές πολιτικές, έχουν
αποδομήσει την κοινωνική συμμαχία της μεσαίας τάξης.
Κάθε
στρατηγική της έντασης, όποτε χρησιμοποιήθηκε, αποσκοπούσε να χρεώσει στην
Αριστερά τις προβοκάτσιες της βίας και να ελέγξει τις συμμαχίες του άρχοντος
συγκροτήματος εξουσίας με τα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα.
Ένας
ευρύς κοινωνικός «μεσαίος χώρος», θεωρείτο ότι με την τακτική αυτή θα
αποκόπτονταν από την αριστερά, φράζοντάς της το δρόμο προς μια πολιτική
ανατροπή.
Σήμερα
όμως, τα στρώματα αυτά βρίσκονται σε τεράστια απαξίωση. Οι παραδοσιακές
κοινωνικές συμμαχίες βρίσκονται σε κατάσταση μεταβολής και αναθεώρησης,
αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι μεσοαστικές και μικροαστικές τάξεις αλλάζουν
μορφή, ιδεολογία και πολιτική εκπροσώπηση.
Επομένως,
δεν είναι καθόλου αυτονόητο το γεγονός ότι ένας «μεσαίος κοινωνικά και ταξικά
χώρος», θα υποκύψει αδιαμαρτύρητα στη γοητεία του άρχοντος συγκροτήματος, για
την αποτροπή μιας αριστερής κυβέρνησης.
Ο
δρόμος για ένα πλατύ μέτωπο κοινωνικών συμμαχιών είναι σήμερα ανοικτός, πολύ
περισσότερο για εμάς παρά για τους αντιπάλους μας.
Η
στρατηγική της έντασης έχει επομένως μια μεγάλη αντικειμενική δυσκολία να
επιλύσει. Για το λόγο, όμως, αυτό η στρατηγική της έντασης αλά ελληνικά θα
είναι πιθανόν σκληρότερη του αναμενομένου. Και συντηρούμενης της κρίσης δεν
είναι απίθανο να δούμε να εκφράζεται με ακραίες μορφές, όπως μας υποψιάζει
άλλωστε η πρόσφατη πρακτική τοποθέτησης βομβών σε μεγάλους χώρους συνάθροισης.
Το
δεύτερο επομένως που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρεθούμε σε εγρήγορση.Να μην
πέφτουμε εύκολα στις παγίδες του συστήματος και τις προβοκάτσιες που στήνουν τα
επικοινωνιακά του χαλκεία, σχεδόν καθημερινά. Να προειδοποιήσουμε τις
συλλογικότητες όλων των μορφών σε όλη τη χώρα ότι πάση θυσία θα πρέπει να
αποφευχθεί η παγίδα που στήνει σήμερα η Χρυσή Αυγή και το ακροδεξιό παρακράτος
που θέλει να παρασύρει σε κύκλους βίας, πολιτικής βεντέτας και ανταρτοπόλεμου,
τις συλλογικότητες κάθε μορφής που δραστηριοποιούνται σε όλη τη χώρα. Οι
απαντήσεις μας πρέπει να είναι μαζικές, ενωτικές, δημοκρατικές και
συντεταγμένες.
Το
τρίτο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε - και κάνουμε - είναι να μην επιτρέψουμε
ούτε βήμα πίσω στη πολιτική μας δέσμευση να ανατρέψουμε εκ βάθρων το σύνολο
αυτής της ταξικής μνημονιακής πολιτικής. Να μην εκχωρήσουμε ούτε πόντο από τον
ριζοσπαστισμό μας, αυτόν τον ριζοσπαστισμό που τράβηξε με το μέρος του τις
πλατειές λαϊκές τάξεις στις εκλογές του Ιουνίου. Κάθε υποχώρηση από το σημείο
αυτό θα αυξήσει την πίεση του «φόβου» που καλλιεργείται από το καθεστώς της
διαπλοκής.
Το
τέταρτο και ίσως σημαντικότερο πράγμα που επιβάλλεται να κάνουμε είναι να
ενεργοποιήσουμε σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά της Ελλάδας, από άκρη σε άκρη,
δίκτυα, θεσμούς, ομάδες, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης. Να υποκαταστήσουμε με
τον εθελοντισμό μας και την ενεργοποίησή μας, τα κενά που αφήνει το κεντρικό
και τοπικό κράτος στη στέγη, στη διατροφή, στην υγεία, στα φάρμακα, στην
εκπαίδευση των παιδιών.
Να
φτιάξουμε πυρήνες ανοικτούς σε όλους τους πολίτες. Δημοκρατικούς θεσμούς
αυτοοργάνωσης, σπίτια αλληλεγγύης όπου ο καθένας και η καθεμιά θα μπορούν να
καλύψουν ανάγκες. Όχι μόνο ανάγκες επιβίωσης, αλλά και ανάγκες πολιτισμού,
ανάγκες ψυχολογικές, ανάγκες συντροφικότητας.
Να
χτυπήσουμε τη Χρυσή Αυγή και κάθε στρατηγική έντασης εκεί που σήμερα και οι δύο
πάνε να ενσφηνωθούν: στις γειτονιές και στις τοπικές κοινωνίες. Να ακυρώσουμε
εμπράκτως, με τη δική μας δουλειά πεδίου, κάθε απόπειρα συγκρότησης ακροδεξιών
κοινωνικών συμμαχιών.
Να μην
αφήσουμε ούτε σπιθαμή κοινωνικών αναγκών που να μην αγκαλιάσουμε και να μην τις
μετατρέψουμε σε Πολιτικό Πρόγραμμα. Γιατί τα «Προγράμματα» δεν είναι άνευρα
κείμενα εξαγγελιών.
Για την Αριστερά, για την κινητήρια δύναμη,
δηλαδή, της πολιτικής και κοινωνικής προόδου, «Πρόγραμμα» είναι η ενεργοποίηση
των μαζών και η σύνδεση των απλών καθημερινών αιτημάτων τους με ένα εθνικό
σχέδιο κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ας μην υποτιμήσουμε τον αντίπαλο. Δε πρόκειται το σύστημα εξουσίας
να παραδοθεί στην αριστερά, ακόμα κι αν βρίσκεται σε δύνη θέση.
Ας μην υποτιμήσουν, όμως, και οι αντίπαλοι την ικανότητά μας να
αναλύουμε τη πραγματικότητα, προστατευόμαστε από τις νάρκες και να περνάμε στην
αντεπίθεση.
Η δική
μας η αριστερά δε βρέθηκε τυχαία σε αυτό το ραντεβού με την ιστορία στον τόπο
μας.Και οπλισμένη με τη συλλογική εμπειρία δεκαετιών, αυτή τη φορά, δε
πρόκειται να παραδώσει τα όπλα. Ανοικτή, δημοκρατική, ελπιδοφόρα, μαζική,
ανατρεπτική. Έτοιμη να πάρει την ιστορική ευθύνη που της αναλογεί απέναντι στη
χώρα, την κοινωνία και τους ανθρώπους του μόχθου. Έτοιμη να υπερασπιστεί τη
δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Έτοιμη να αποτρέψει τη καταστροφή και
να ξαναχτίσει μαζί με το λαό, μια Ελλάδα δικαιοσύνης και προκοπής. Και ο ΣΥΡΙΖΑ
δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που είμαστε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά.
Είναι
το πρόσωπο της κοινωνίας που βάλλεται.
Είναι ο
εργάτης που μάχεται για τη δουλειά του και το μισθό του.
Είναι ο
απεργός που παλεύει για το δικαίωμά του στη ζωή.
Είναι ο
άνεργος που ζητάει δουλειά.
Είναι ο
συνταξιούχος που δακρύζει γιατί δεν έχει να δώσει χαρτζιλίκι στο εγγόνι του.
Είναι ο
μετανάστης που ζητάει φως και αξιοπρέπεια.
Είναι η
νέα μόνη γυναίκα που ζητάει το δικαίωμα να έχει τη ζωή της.
Είναι ο
άνθρωπος με την αναπηρία που θέλει να κυκλοφορεί περήφανος στο δρόμο.
Είναι η
εργαζόμενη γυναίκα που δουλεύει part time σε δύο και
τρεις δουλειές.
Είναι ο
δεκαεξάρης που ασφυκτιά από την καταστολή λόγω του ντυσίματος ή της εμφάνισής
του.
Είναι ο
γιατρός που μάχεται για τη ζωή του ασθενή του, ο εκπαιδευτικός που πασχίζει να
κρατήσει ζωντανό το δημόσιο σχολείο και το πανεπιστήμιο.
Είναι ο
επιστήμονας που φεύγει από την Ελλάδα για να βρει δουλειά, ο μουσικός που δεν
μπορεί να δισκογραφήσει, ο σκηνοθέτης που δεν μπορεί να σκηνοθετήσει, ο
συγγραφέας που δεν μπορεί να εκδώσει.
Είναι ο
νεολαίος που μάχεται για το περιβάλλον, το νερό και τον αέρα
Είναι
κάθε άνθρωπος με την ιδιαιτερότητά του που δεν θέλει να την αισθάνεται ως
μειονεξία.
Ο
ΣΥΡΙΖΑ είμαστε όλες και όλοι εμείς, το πρόσωπο του κάθε καταπιεσμένου ανθρώπου
στη σημερινή Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου