Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Η παγκόσμια Αριστερά μετά το 2011

του Ιμάνουελ Βαλερστάιν*
Από κάθε άποψη, το 2011 ήταν μια καλή χρονιά για την Αριστερά όλου του κόσμου — ανεξάρτητα από το πόσο στενά ή πλατιά ορίζει κανείς την Αριστερά αυτή. Ο βασικός λόγος ήταν οι αρνητικές οικονομικές συνθήκες από τις οποίες υποφέρει το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Η ανεργία ήταν υψηλή, και αυξάνεται διαρκώς. Οι περισσότερες κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με υψηλά επίπεδα χρέους και τη μείωση των εισοδημάτων. Απάντησαν προσπαθώντας να επιβάλουν μέτρα λιτότητας στους πολίτες τους, και, ταυτόχρονα, να προστατεύσουν τις τράπεζές τους. >>>





Σίγουρα, το  OWS, η Αραβική Άνοιξη ή οι Αγανακτισμένοι δεν πέτυχαν όλα όσα ήλπιζαν.
Ωστόσο –και αυτό είναι το σπουδαίο–  κατάφεραν να αλλάξουν τον τόνο στον λόγο που επικρατεί διεθνώς, μετατοπίζοντας τον από τα ιδεολογικά θέσφατα  του νεοφιλελευθερισμού  σε ζητήματα όπως η ανισότητα, η αδικία, και η αποαποικιοποίηση. Για πρώτη φορά εδώ, και πολλά χρόνια, οι απλοί άνθρωποι συζητούσαν για την ίδια τη φύση του συστήματος στο οποίο ζούσαν· δεν το θεωρούσαν πλέον δεδομένο.

Το ερώτημα τώρα, για την Αριστερά, είναι πώς μπορεί να προχωρήσει, μετατρέποντας αυτή την πρωταρχική επιτυχία σε πολιτική αλλαγή.
Το πρόβλημα μπορεί να τεθεί με πολύ απλό τρόπο:
Ακόμη και αν, με οικονομικά κριτήρια, υπάρχει ένα σαφές και διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ μιας πολύ μικρής ομάδας (του 1%) και μιας άλλης, εξαιρετικά μεγάλης (του 99%), η κατάσταση αυτή δεν αντιστοιχεί σε έναν ανάλογο οικονομικό διαχωρισμό: παγκοσμίως, οι πολιτικές δυνάμεις της Κεντροδεξιάς εξακολουθούν να κυβερνούν τον μισό περίπου πληθυσμό του πλανήτη ή, τουλάχιστον, εκείνους που είναι πολιτικά ενεργοί με οιονδήποτε τρόπο.

Ως εκ τούτου, για να αλλάξει τον κόσμο, η Αριστερά θα χρειαστεί έναν βαθμό πολιτικής ενότητας δεν τον έχει κατακτήσει ακόμα. Υπάρχουν βαθιές διαφωνίες τόσο σχετικά με τους μακροπρόθεσμους στόχους όσο και για  τις βραχυπρόθεσμες τακτικές.
Δεν πάσχουμε από έλλειψη συζήτησης αυτών των ζητημάτων· αντιθέτως, η συζήτηση και η αντιπαράθεση είναι έντονες, και έχει επιτευχθεί πολύ μικρή πρόοδος όσον αφορά την υπέρβαση των αντιθέσεων και των διαχωρισμών.

Οι αντιθέσεις και οι διαχωρισμοί δεν είναι καινούργιοι, αυτό όμως δεν κάνει ευκολότερη την υπέρβασή  τους. Μπορούμε να σημειώσουμε δύο μεγάλες τέτοιες αντιθέσεις. Η πρώτη σχετίζεται με τις εκλογές. Υπάρχουν δύο, ή μάλλον  τρεις θέσεις σχετικά με τις εκλογές. Έχουμε, εν πρώτοις, αυτούς που είναι εξαιρετικά καχύποπτοι, υποστηρίζοντας ότι η συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι απλώς πολιτικά αναποτελεσματική, αλλά επιπλέον νομιμοποιεί το υφιστάμενο παγκόσμιο σύστημα.

Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία έχει κομβική σημασία. Αλλά και αυτή η ομάδα χωρίζεται στα δυο. Από τη μια, υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να είναι πραγματιστές. Θέλουν να δουλέψουν από τα μέσα: στους κόλπους του μεγαλύτερου κόμματος της Κεντροαριστεράς, όταν υπάρχει πολυκομματικό σύστημα, ή στο εσωτερικό του de facto μοναδικού κόμματος, όταν δεν επιτρέπεται η κοινοβουλευτική εναλλαγή. Και, από την άλλη υπάρχουν εκείνοι που επικρίνουν αυτή την πολιτική του «μικρότερου κακού». Επιμένουν ότι τα μεγάλα κόμματα δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές  μεταξύ τους, και υποστηρίζουν την εκλογική ενίσχυση κάποιου «πραγματικά» αριστερού κόμματος.

Η συζήτηση αυτή είναι  μας είναι γνώριμη σε  όλους, κι έχουμε ακούσει επανειλημμένα τα παραπάνω επιχειρήματα. Ωστόσο είναι βέβαιο, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, ότι αν δεν υπάρξει κάποια σύγκλιση των τριών παραπάνω απόψεων, όσον αφορά την εκλογική τακτική, τότε η  Αριστερά σε όλο τον κόσμο δεν έχει πολλές ελπίδες να επικρατήσει, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Πιστεύω ότι υπάρχει ένας τρόπος σύγκλισης· κι αυτός είναι να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στις βραχυπρόθεσμες τακτικές και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική. Συμφωνώ πλήρως με όσους υποστηρίζουν ότι η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας δεν συνδέεται με τη δυνατότητα ενός μακροπρόθεσμου μετασχηματισμού του παγκόσμιου  συστήματος — ενδεχομένως μάλιστα να  την υπονομεύει. Ως στρατηγική μετασχηματισμού έχει δοκιμαστεί πολλές φορές και έχει αποτύχει.

Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι, στο επίπεδο της βραχείας διάρκειας, η συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί χαμένο χρόνο. Ένα πολύ μεγάλο μέρος του 99% υποφέρει έντονα καθημερινά, στη βραχεία διάρκεια. Και ακριβώς τα δεινά που υφίστανται καθημερινά είναι η κύρια μέριμνα των ανθρώπων αυτών.  Προσπαθούν να επιβιώσουν, να βοηθήσουν τις οικογένειες και τους φίλους τους να επιβιώσουν. Αν σκεφτούμε τις κυβερνήσεις, όχι ως δυνητικούς παράγοντες του κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά ως δομές που μπορούν να επιδράσουν στα δεινά που υφίστανται καθημερινά οι άνθρωποι, με τις άμεσες πολιτικές αποφάσεις που θα λάβουν, τότε η Αριστερά σε όλο τον κόσμο είναι υποχρεωμένη να κάνει ό,τι μπορεί για να ληφθούν αυτές οι αποφάσεις που θα ελαχιστοποιήσουν την ανθρώπινη δυστυχία.

Αν δρούμε για να ελαχιστοποιήσουμε την ανθρώπινη δυστυχία, τότε πρέπει να συμμετάσχουμε στις εκλογές. Και τι θέση παίρνουμε στη διαμάχη ανάμεσα στους υπέρμαχους της λογικής του μικρότερου κακού και εκείνους που  επιμένουν ότι πρέπει να υποστηρίξουμε τα πραγματικά αριστερά κόμματα; Αυτό είναι θέμα τακτικής, που πρέπει να αποφασιστεί χωριστά σε κάθε χώρα· η γκάμα των επιλογών είναι πολύ μεγάλη, καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: το μέγεθος της χώρας, τη δομή του πολιτικού συστήματος, τη δημογραφία, τη γεωπολιτική θέση, την πολιτική ιστορία.
Δεν υπάρχει μία απάντηση, και δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Η απάντηση του 2012 δεν θα ισχύει απαραιτήτως και  το 2014 ή το 2016. Δεν  πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για ζήτημα αρχής, αλλά για  ζήτημα τακτικής που επανεκτιμάται, ανάλογα με  τις συνθήκες, σε κάθε χώρα.

Η δεύτερη βασική διαμάχη, στην οποία αναλίσκεται η Αριστερά σε όλο τον κόσμο, είναι η διαμάχη ανάμεσα σε αυτό που ονομάζω «λατρεία της ανάπτυξης» (developmentalism) και σε εκείνο που θα μπορούσε να αποκληθεί προτεραιότητα της πολιτισμικής αλλαγής. Παρακολουθούμε  αυτή την αντιπαράθεση σε πολλά μέρη του κόσμου.
Τη βλέπουμε στη Λατινική Αμερική, στις συνεχιζόμενες και έντονες διαμάχες ανάμεσα στις αριστερές κυβερνήσεις και τα κινήματα των αυτοχθόνων — για παράδειγμα, στη Βολιβία, στο Εκουαδόρ, στη Βενεζουέλα.
Τη βλέπουμε στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη, στις διαμάχες μεταξύ των οικολόγων/Πρασίνων και στα συνδικάτα, που δίνουν προτεραιότητα στη διατήρηση και την επέκταση της απασχόλησης.

Η «λατρεία της ανάπτυξης», είτε προωθείται από αριστερές κυβερνήσεις είτε από συνδικάτα, πρεσβεύει ότι χωρίς οικονομική ανάπτυξη δεν υπάρχει τρόπος  να επανορθωθούν οι οικονομικές ανισορροπίες του σημερινού κόσμου, είτε μιλάμε για την υπερσυγκέντρωση πλούτου στο εσωτερικό των χωρών είτε σε διακρατικό επίπεδο. Οι θιασώτες αυτής της αντίληψης κατηγορούν τους αντιπάλους τους ότι υποστηρίζουν, σίγουρα εξ αντικειμένου και ενδεχομένως και εξ υποκειμένου, τα συμφέροντα των δεξιών δυνάμεων.

Οι υποστηρικτές  του  «αντιαναπτυξιακού» ρεύματος λένε ότι η επικέντρωση στην προτεραιότητα της οικονομικής ανάπτυξης είναι λανθασμένη για δύο λόγους: αποτελεί μια πολιτική που διαιωνίζει απλώς  τα χειρότερα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ, ταυτόχρονα,  προκαλεί ανεπανόρθωτη καταστροφή — οικολογική και κοινωνική.

Η διαμάχη αυτή είναι ακόμα πιο παθιασμένη, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, από τη διαμάχη για τη συμμετοχή στις εκλογές. Ο μόνος τρόπος να επιλυθεί είναι με συμβιβασμούς, που θα γίνουν συγκεκριμένα για κάθε περίπτωση. Για να καταστεί κάτι τέτοιο δυνατό, κάθε ομάδα πρέπει να δεχτεί, καλή τη πίστει, τα αριστερά διαπιστευτήρια της άλλης. Και αυτό δεν είναι εύκολο.

Μπορούν να ξεπεραστούν αυτές οι αντιθέσεις και οι διαχωρισμοί  στην Αριστερά τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια; Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά, αν δεν ξεπεραστούν, πιστεύω ότι η Αριστερά σε όλο τον κόσμο δεν θα μπορέσει να κερδίσει στη μάχη που θα διεξαχθεί τα επόμενα είκοσι-σαράντα χρόνια για το σύστημα που θα διαδεχθεί τον καπιταλισμό,  όταν αυτός καταρρεύσει οριστικά.




*Ο Immanuel Wallerstein είναι Αμερικανός ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας

(μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης)

Δεν υπάρχουν σχόλια: