Μπορεί, αλήθεια, να φορολογείται ένας άνεργος;
Το να φορολογείς την
εργασία, αντί για το κεφάλαιο, είναι μία μορφή αναδιανομής του πλούτου
υπέρ του δεύτερου και εις βάρος της πρώτης, μια επέκταση δηλαδή της
εκμετάλλευσης, μία έμμεση μείωση του μισθού προς όφελος του κέρδους. Ως
πολιτική επιλογή έχει μια σαφή λογική, σύμφωνα με την οποία για να
βγούμε από την κρίση πρέπει να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου και,
ανάλογα με την ταξική του θέση ο καθείς, μπορεί να συμφωνεί ή να
διαφωνεί.
Το να φορολογείς όμως την ανεργία αποτελεί απλώς κλοπή· στην
περίπτωση αυτή το κράτος δεν περιορίζεται στο να παρακρατά ένα >>>
μέρος της αξίας που παράγεται μέσα από την εργασία, αλλά, ωσάν κοινός διαρρήκτης, μπαίνει μέσα στα σπίτια των ανέργων, ψάχνει τα στρώματα και τα κομοδίνα για να μαζέψει ό,τι έχει απομείνει από περασμένους καιρούς κι αν δεν βρει, κρατά όμηρους τα παιδιά και απαιτεί από τους γονείς να πληρώσουν τα λύτρα.
Με αυτό τον τρόπο, περιορίζει τη δυνατότητα στοιχειώδους
επιβίωσης, προκαλεί δηλαδή επικίνδυνες σωματικές και ψυχικές βλάβες, με
ενδεχόμενο μάλιστα δόλο – την καθήλωση των ανέργων στο περιθώριο.
Η
φορολόγηση των ανέργων δεν είναι μόνο ένα απελπισμένο εισπρακτικό μέτρο,
αλλά ένα επικίνδυνο μέτρο καταστολής και αποκλεισμού.
Αν όμως τα «δημοσιονομικά» δεν σου βγαίνουν με τίποτα κι αν η επιλογή
να βάλεις χέρι στο κεφάλαιο ούτε που περνά από το μυαλό σου, τότε θα
κάνεις την καρδιά σου πέτρα, που θα έλεγε κι ο σύντροφος Κουβέλης, και
θα αναγκαστείς να το κάνεις κι αυτό.
Πόσο μάλλον όταν το ένα τρίτο των
εργαζομένων, της μόνης δηλαδή ‘ρεαλιστικής’ πηγής κρατικών εσόδων για τη
νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, είναι ήδη άνεργοι.
Έτσι, όταν οι μισθοί
έπεφταν κάτω από το πάλαι ποτέ όριο του αφορολόγητου, η αντίδραση των
κυβερνήσεων ήταν απλά να χαμηλώσουν και τελικά να καταργήσουν κάθε όριο.
Όταν όμως φορολογείς εισοδήματα τα οποία κινούνται όχι μόνο κάτω από το
ελάχιστο όριο διαβίωσης, αλλά και κάτω από το βασικό μισθό, είναι
προφανές ότι φορολογείς ανθρώπους που είναι μερικώς τουλάχιστον άνεργοι.
Κι αυτό αποτελεί ένα μικρό μόνο παράδειγμα.
Πολύ μεγαλύτερη είναι η
κλοπή μέσα από την έμμεση φορολογία, η οποία αποτελεί διαχρονικά και την
προτεραιότητα του ταξικού φορολογικού μας συστήματος.
Ο ΦΠΑ 23% ακόμα
και στα είδη πρώτης ανάγκης, χωρίς καμία έστω κλιμάκωση, οι ειδικοί
φόροι σε προϊόντα μαζικής κατανάλωσης, όπως ο καπνός ή το αλκοόλ, τα
δημοτικά τέλη, επιβάλλονται χωρίς καμιά διάκριση, ‘ισότιμα’, τόσο στους
λίγους που έχουν εκατομμύρια όσο και στα εκατομμύρια που έχουν λίγα ή
καθόλου – και φυσικά και στους ανέργους.
Τα ίδια ισχύουν ακόμα περισσότερο και για την πρόσβαση στα αναγκαία
εκείνα για την επιβίωση κοινωνικά αγαθά· το ρεύμα, το νερό, τις
συγκοινωνίες, για να μην μιλήσουμε για το φαγητό, τις επικοινωνίες ή το
πολιτισμό και θεωρηθούμε ακραίοι.
Το να απαιτείς από έναν άνεργο, από
έναν άνθρωπο δηλαδή που έχει καταδικαστεί συνειδητά σε καταναγκαστική
αργία και έχει αποκλειστεί με βία όχι μόνο από την εργασία αλλά κι από
τον κοινωνικό πλούτο, να πληρώνει για να μην του κόψεις το ρεύμα ή το
νερό, ή για να μετακινείται μέσα στην πόλη του, είναι τόσο παράλογο, όσο
το να χρεώνεις νοίκι στους φυλακισμένους για το κελί τους.
Ο
αποκλεισμός από τα στοιχειώδη δικαιώματα, όπως είναι για παράδειγμα η
ελεύθερη μετακίνηση, είναι εξίσου βίαιος, είτε γίνεται με κατασταλτικά
είτε με οικονομικά μέσα.
Αν βέβαια καταδικάσεις αυτή τη συγκεκριμένη
βία-από-όπου-κι-αν-προέρχεται (από το Υπουργείο Οικονομικών, το Δήμο
Θεσσαλονίκης, τον ΟΑΣΘ κοκ), οι ταγοί της δημοσιονομικής υπευθυνότητας
θα μειδιάσουν με κατανόηση:
και μείς στεναχωριόμαστε πολύ για τα
‘παιδιά’, αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μόλις όμως
επανεκκινηθεί η οικονομία, θα πάρουμε εκείνα τα αναγκαία μέτρα που θα
εξασφαλίσουν ένα δίχτυ προστασίας – τέτοιο που θα εγκλωβίσει αιωνίως
τους ανέργους και τους επισφαλώς εργαζομένους στη θέση που τους
αντιστοιχεί.
Θέλει λοιπόν πολύ θάρρος για να αντιτάξεις απέναντι σε αυτά τα
αυτονόητα του οικονομιστικού φονταμενταλισμού, τα αυτονόητα της
ανθρώπινης διαβίωσης και αξιοπρέπειας: κανείς δεν μπορεί να ζει
κλεισμένος σπίτι, χωρίς δουλειά, χωρίς νερό ή χωρίς φαί. Είναι όμως η
διεκδίκηση αυτών ακριβώς των στοιχειωδών δικαιωμάτων που μπορεί να
απονομιμοποιήσει την κυριαρχία και να ανοίξει δρόμους για πολύ
μεγαλύτερες διεκδικήσεις.
Και εκεί ξεκινά το ενδιαφέρον.
Το ενάμιση εκατομμύριο των ανέργων στην Ελλάδα αποτελεί την απόλυτη
«παράπλευρη απώλεια» της κρίσης και της αναδιάρθρωσης, μία ανησυχητική
απόδειξη ότι τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά, έναν αστάθμητο
παράγοντα διαρκούς αποσταθεροποίησης.
Η ‘βαθιά ανησυχία’ που εκφράζουν
οι κυβερνώντες απέναντι στους άνεργους, είναι μάλλον απολύτως
ειλικρινής: είναι πάρα πολλοί πια για να μείνουν στο περιθώριο και ακόμα
και οι πιο στοιχειώδεις απαιτήσεις εκ μέρους τους αρκούν για να
τινάξουν τη μπάνκα στον αέρα – στην κυριολεξία.
ΥΓ. Το νεοσύστατο Δίκτυο Ανέργων κι Επισφαλώς Εργαζομένων της Θεσσαλονίκης θα βρεθεί την Τετάρτη στις 16.00 στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, για να προωθήσει το αίτημά του για δωρεάν μετακινήσεις των ανέργων με τα αστικά λεωφορεία.
ΥΓ. Το νεοσύστατο Δίκτυο Ανέργων κι Επισφαλώς Εργαζομένων της Θεσσαλονίκης θα βρεθεί την Τετάρτη στις 16.00 στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, για να προωθήσει το αίτημά του για δωρεάν μετακινήσεις των ανέργων με τα αστικά λεωφορεία.
Θα δούμε αν ο Δήμος έχει το θάρρος να στηρίξει το αυτονόητο αυτό
δικαίωμα, όπως θα δούμε και τι έχει να πει για τα δημοτικά τέλη που
εισπράττει αδιακρίτως από τους άνεργους.
Το ερχόμενο Σάββατο, στις
19.00, το Δίκτυο έχει τη συνέλευσή του, με αντικείμενο κυρίως τη
διοργάνωση μίας ημέρας ενάντια στην ανεργία στη Θεσσαλονίκη, στις 20
Απρίλη.
Νίκος Νικήσιανης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου