Απόφαση-χαστούκι της Δικαιοσύνης για τις αυθαίρετες περικοπές μισθών και τις απολύσεις εργαζομένων που αρνούνται να τις δεχτούν. Η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» καλείται να επαναπροσλάβει δημοσιογράφο της και απειλείται με χρηματική ποινή 300 ευρώ για κάθε μέρα που δεν συμμορφώνεται. Με ένα σκεπτικό – κόλαφο κατά των εργοδοτών που όχι μόνο προχωρούν σε
αυθαίρετες περικοπές μισθών επικαλούμενοι «προσχηματικά» την οικονομική
κρίση, αλλά και καταγγέλλουν τις συμβάσεις εργασίας όσων αρνούνται να
υποκύψουν στις επιδιώξεις τους, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας δικαίωσε
δημοσιογράφο κρίνοντας άκυρη και καταχρηστική την απόλυσή του >>>
από την
εφημερίδα «Πρώτο Θέμα».
Ακυρη γιατί «οφείλεται στη νόμιμη συνδικαλιστική
του δράση» αλλά και καταχρηστική «γιατί έλαβε χώρα κατόπιν νομίμου
αρνήσεως του εργαζόμενου της μονομερώς επιβληθείσας περικοπής των
αποδοχών του, εμμένοντας στους αρχικούς όρους της σύμβασής του, από
εμπάθεια που προκλήθηκε στο πρόσωπο του εκ μέρους της Διοίκησης της
εναγομένης».
Μάλιστα το Δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 255/2014 απόφασή του, που
είναι προσωρινά εκτελεστή, διατάσσει την εφημερίδα να εντάξει ξανά στο
δημοσιογραφικό της επιτελείο τον ενάγοντα με τους ίδιους όρους που
προβλέπει η σύμβαση εργασίας του κατά τον χρόνο προ της ακύρου απολύσεώς
του.
Σε περίπτωση δε που η εναγόμενη εφημερίδα δεν αποδεχτεί ξανά τις
υπηρεσίες του απειλείται, για κάθε ημέρα άρνησής της να συμμορφωθεί, με
χρηματική ποινή 300 ευρώ.
Οπως προκύπτει από την αγωγή του δημοσιογράφου, Γιώργου Ματθαίου, που
κρίθηκε ουσιαστικά βάσιμη, η απόλυσή του οφειλόταν στην άρνησή του να
υποστεί και δεύτερη μείωση μισθού και στην προσφυγή του στο
συνδικαλιστικό του σωματείο και στην Επιθεώρηση Εργασίας. Σύμφωνα με το
σκεπτικό της απόφασης:
* «Η επίμαχη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του
δημοσιογράφου-συντάκτη ύλης, από την εφημερίδα “Πρώτο Θέμα”, αντιβαίνει
στις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία της εργασίας και της
συνδικαλιστικής προστασίας και άρα πάσχει ακυρότητας και έλαβε χώρα
εκτός των ορίων της καλής πίστης και του κοινωνικού και οικονομικού
σκοπού του δικαιώματος καθώς δεν ήταν σύμφυτη με το καλώς νοούμενο
συμφέρον της επιχείρησης».
* «Η στέρηση από τον εργαζόμενο χωρίς δικαιολογημένη αιτία της θέσης
εργασίας μέσα από την οποία αναπτύσσει την επαγγελματική του
δραστηριότητα και γενικότερα την προσωπικότητά του και εξασφαλίζει τα
προς το ζην έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της
συνταγματικής έννομης τάξης.
Η αδικαιολόγητη επιλογή του επαχθέστερου
για τον εργαζόμενο-ενάγοντα μέσου, ήτοι της απόλυσής του, χωρίς τη
στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων και την ικανοποίηση των
συμφερόντων της εναγομένης με ηπιότερα μέσα καθιστά την απόλυση
καταχρηστική διότι υπερβαίνει τα όρια που θέτει η καλή πίστη και η αρχή
της αναλογικότητας».
Η συνδικαλιστή δράση
«Αποδείχτηκε», συνεχίζει η απόφαση που βάζει φραγμό σ΄ αυτές τις
πρακτικές, «ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος
οφείλονταν στη νόμιμη συνδικαλιστική του δράση, όπως αυτή εκδηλώθηκε με
τις ενέργειές του να κινητοποιήσει συλλογικά τους εργαζόμενους με σκοπό
τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών και οικονομικών τους
συμφερόντων.
Αυτή δε η νόμιμη συνδικαλιστική του δράση βρίσκεται σε
πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την καταγγελία της σύμβασης του.
Η εν λόγω
καταγγελία ήταν αντικειμενικά αδικαιολόγητη και δεν οφείλετο σε λόγους
που αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων του (σ.σ. επικαλέστηκαν ακόμη
και ανεπάρκεια του εργαζόμενου).
Μάλιστα το δικαστήριο αναφέρει ότι τα
όσα επικαλέστηκε στη δίκη η πλευρά της εφημερίδας «βρίθουν αντιφάσεων
και αναληθειών».
Οσο για τη μείωση στα κέρδη της που επικαλέστηκε η εναγόμενη εταιρεία
«Εκδόσεις Πρώτο Θέμα Εκδοτική Α.Ε.», το δικαστήριο δέχτηκε ότι ναι μεν
«διαγράφεται μια μείωση» πλην όμως αυτή «είναι ανάλογη με την οικονομική
κρίση που πλήττει τη χώρα μας ήδη από το 2009».
Ο δικηγόρος του δημοσιογράφου, Σέργιος Σερμπέτης, δήλωσε για την
απόφαση:
«Είναι ενθαρρυντικό να διαπιστώνει κανείς ότι, σε εποχή
εκτεταμένης απορρύθμισης των εργασιακών δικαιωμάτων και περιστολής της
συλλογικής αυτονομίας, η προστασία της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης
και η αναγνώριση της εργασίας ως αγαθού άμεσα συνδεδεμένου με το
δικαίωμα της προσωπικότητας του εργαζομένου βρίσκουν ακόμη τη θέση τους
σε σκεπτικά δικαστικών αποφάσεων. Είναι, όμως, ακόμα σημαντικότερο να
αναγνωρίζει κανείς τη δικαίωση, από τα πράγματα, της επιλογής ενός
εργαζόμενου –και μάλιστα στον δοκιμαζόμενο κλάδο του Τύπου– να μην
αντιμετωπίσει τη μείωση που του επιβλήθηκε ως αντικείμενο ατομικής
“διαπραγμάτευσης” αλλά να τη θεωρήσει υπόθεση ενός συλλογικού
υποκειμένου και να επιδιώξει την απόκρουσή της από κοινού με τους
συναδέλφους του και τα συνδικάτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου