του Ηλία Κολοβού Eπίκουρου καθηγητή Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
φωτο. Σελίδα από το οθωμανικό κατάστιχο ΤΤ 403, των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (αριστερά), όπου καταχωρίζονταν τα αναμενόμενα φορολογικά εισοδήματα του σουλτάνου από τα μεταλλεία των Σιδηροκαυσίων, Ιζβορου και Πιάβιτζας.
H ιστορική έρευνα δείχνει ότι οι επίδικες σήμερα ανάμεσα στο περιβαλλοντικό κίνημα και την εταιρεία HellasGold, θυγατρική της καναδικής Eldorado Gold, εξορύξεις στη βορειοανατολική Χαλκιδική έχουν τις απαρχές τους στα χρόνια… των Οθωμανών σουλτάνων.
Η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει ακόμα αποκαλύψει σε βάθος την ιστορία των εξορύξεων στην αρχαιότητα. Διαθέτουμε όμως αρκετά ιστορικά τεκμήρια ώστε να χρονολογήσουμε την έναρξη της οργανωμένης και σε μεγάλη έκταση εκμετάλλευσης του υπεδάφους στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421-1451), του πορθητή της Θεσσαλονίκης στα 1430, λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον γιο του, Μεχμέτ Β' τον «Πορθητή» (1451-1481).
H ιστορική έρευνα δείχνει ότι οι επίδικες σήμερα ανάμεσα στο περιβαλλοντικό κίνημα και την εταιρεία HellasGold, θυγατρική της καναδικής Eldorado Gold, εξορύξεις στη βορειοανατολική Χαλκιδική έχουν τις απαρχές τους στα χρόνια… των Οθωμανών σουλτάνων.
Η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει ακόμα αποκαλύψει σε βάθος την ιστορία των εξορύξεων στην αρχαιότητα. Διαθέτουμε όμως αρκετά ιστορικά τεκμήρια ώστε να χρονολογήσουμε την έναρξη της οργανωμένης και σε μεγάλη έκταση εκμετάλλευσης του υπεδάφους στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421-1451), του πορθητή της Θεσσαλονίκης στα 1430, λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον γιο του, Μεχμέτ Β' τον «Πορθητή» (1451-1481).
Ο Οθωμανός σουλτάνος φαίνεται ότι προχώρησε τότε στη δημιουργία μιας μεταλλευτικής εγκατάστασης στο βυζαντινό χωριό των Σιδηροκαυσίων, στην περιοχή του οποίου υπήρχε τότε κάποια, μικρής έκτασης πάντως, μεταλλουργία (οι πιο πολλοί κάτοικοι της περιοχής ήταν ωστόσο αγρότες, σύμφωνα με τα βυζαντινά ιστορικά τεκμήρια), διατάζοντας μάλιστα και την υποχρεωτική μετοικεσία εκεί εξειδικευμένων μεταλλουργών από τα βορειότερα μεταλλουργικά κέντρα των Βαλκανίων.
Από το 1445, όταν έχουμε την παλαιότερη μαρτυρία για το σουλτανικό «μεταλλείο αργύρου» στα Σιδηροκαύσια, μέχρι το τέλος της βασιλείας του Μεχμέτ Β' του «Πορθητή» είχε αναπτυχθεί στα Σιδηροκαύσια (ελληνικό τοπωνύμιο που οι Οθωμανοί διατήρησαν με τη μορφή Siderokapsı και πιο απλουστευμένα Sidrekapsı, απ' όπου και το Σιδερόκαψα) ένα μεταλλευτικό κέντρο, στο οποίο υπάγονταν και δύο γειτονικά νέα χωριά επήλυδων μεταλλουργών, κατά κύριο λόγο σλαβικής καταγωγής, ο Ιζβορος (σλαβικά «πηγή», η σημερινή Στρατονίκη) και η Πιάβιτζα (σλαβικά «βδέλλα», σήμερα εγκαταλειμμένο χωριό), με συνολικά περίπου 600 νοικοκυριά μεταλλωρύχων σύμφωνα με το οθωμανικό κατάστιχο του 1478.
Γνωρίζουμε ακόμα πως τόσο ο σουλτάνος Μουράτ Β' όσο και ο γιος του, ο Μεχμέτ Β' ο «Πορθητής», είχαν εκδώσει έναν κανονισμό λειτουργίας των μεταλλείων των Σιδηροκαυσίων, που αναφέρει ως πρότυπό του τον κανονισμό των μεταλλείων της Κράτοβα, στα ανατολικά των Σκοπίων.
Η χρονική στιγμή που οι Οθωμανοί σουλτάνοι προχώρησαν στην επένδυσή τους στην εξόρυξη μεταλλευμάτων δεν ήταν καθόλου τυχαία: οι Οθωμανοί σουλτάνοι κατακτούσαν εκείνα τα χρόνια τα Βαλκάνια και τα μεταλλεία τους, ώστε να εξασφαλίσουν και να ελέγξουν φυσικά την κυκλοφορία των πολύτιμων μετάλλων και των νομισμάτων στην υπό συγκρότηση αυτοκρατορία τους.
Τα μεταλλεία χρηματοδοτούσαν την οικονομική ισχύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στα χρόνια του Σουλεϊμάν
Η εξόρυξη, η μεταλλουργία και η κοπή νομισμάτων στα οθωμανικά Σιδηροκαύσια έφτασαν στο απόγειό τους στα χρόνια του σουλτάνου Σουλεϊμάν του «Μεγαλοπρεπή» (1520-1566), όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιχειρούσε να ανταγωνιστεί σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο την Ισπανία του βασιλιά Καρόλου Κουίντου.
Ακριβώς τα ίδια χρόνια η Ισπανία κατακτούσε με τον Κορτές το Μεξικό και ξεκινούσε τις εξορύξεις αργύρου, με τον οποίο θα κατέκλυζε στη συνέχεια τον μεσογειακό κόσμο στον αγώνα της για την παγκόσμια κυριαρχία στην αυγή των νεότερων χρόνων.
Στα 1547 επισκέφθηκε τα Σιδηροκαύσια ο Γάλλος περιηγητής και βοτανολόγος Μπελόν, ο οποίος δημοσίευσε τη μαρτυρία του για τα ακμάζοντα μεταλλεία του σουλτάνου στο βιβλίο του «Voyage au Levant».
Ο Μπελόν αναφέρει τα Σιδηροκαύσια ως μια μεγάλη μεταλλευτική πόλη, την οποία συγκρίνει με τη μεταλλευτική πόλη Joachimstal στη Βοημία (τη σημερινή Jáchymov στην Τσεχία).
Σημειώνει επίσης ότι οι μεταλλωρύχοι είχαν συγκεντρωθεί στα Σιδηροκαύσια με υποχρεωτικό εποικισμό (gens ramassés) και αποτελούσαν μια «διεθνή» εργατική δύναμη: ήταν Αλβανοί, Ελληνες, Εβραίοι, Βλάχοι, Κιρκάσιοι, Σέρβοι, Τούρκοι.
Πράγματι, τα οθωμανικά κατάστιχα της περιόδου καταγράφουν στους τρεις μεταλλευτικούς οικισμούς των Σιδηροκαυσίων περίπου 1.000 νοικοκυριά μεταλλωρύχων.
Ο Μπελόν καταγράφει στο βιβλίο του πληροφορίες και για την τεχνική της εξόρυξης:η εξαγωγή του αργύρου, που αποτελούσε το κύριο μετάλλευμα στα Σιδηροκαύσια, γινόταν με τη μέθοδο της εκκαμίνευσης-κυπέλλωσης, με τήξη δηλαδή του εμπλουτισμένου μεταλλεύματος σε καμίνια και διαχωρισμό του αργύρου από τον μόλυβδο με οξείδωση σε πυρίμαχο σκεύος τοποθετημένο σε ειδική θολωτή κάμινο κυπελλώσεως.
Ο χρυσός, που συλλεγόταν τότε επιφανειακά, διυλιζόταν από έναν Αρμένιο ειδικό με τη χρήση αλατιού.
Τέλος, ο Μπελόν αναφέρεται στις ιδιαίτερα μεγάλες φορολογικές προσόδους των μεταλλείων κατά την εποχή που τα επισκέφτηκε (το μέγεθος των οποίων μπορούμε εν μέρει να επιβεβαιώσουμε με βάση τα οθωμανικά κατάστιχα) και στη νομισματοκοπή τόσο ασημένιων όσο και χρυσών νομισμάτων στο όνομα του σουλτάνου.
Ο αποκλεισμός των «κοινών»
Από την ιστορική αυτή περίοδο διαθέτουμε επίσης τη μαρτυρία του Οθωμανού περιηγητή Ασίκ Μεχμέτ, ο οποίος διέμεινε δύο χρόνια στα Σιδηροκαύσια, στα 1586-87, και δημοσίευσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του «Menâzirü’l-Avâlim».
Η μαρτυρία του έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων από τη λειτουργία των οθωμανικών μεταλλείων: ο Ασίκ Μεχμέτ αναφέρει συγκεκριμένα ότι γινόταν υλοτόμηση του γειτονικού δάσους στο βουνό των Σιδηροκαυσίων για λογαριασμό του μεταλλείου, ώστε να παραχθεί καύσιμη ύλη για τα καμίνια του μεταλλείου.
Οι γειτονικές αγροτικές κοινότητες, σύμφωνα με τον Ασίκ Μεχμέτ, απαγορευόταν να κόβουν ξύλα από το δάσος αυτό.
Φαίνεται λοιπόν ότι η λειτουργία του μεταλλείου επέφερε την εκμετάλλευση του δάσους σε βάρος των τοπικών κοινωνιών, που αποκλείστηκαν από τη συμμετοχή σε ένα ώς τότε κοινό αγαθό.
Επιπλέον, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η υλοτόμηση για λογαριασμό του μεταλλείου αφορούσε εν τέλει μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή πέραν και της Χαλκιδικής, καθώς οι Οθωμανοί είχαν επιβάλει την υπηρεσία υλοτόμησης για την παραγωγή κάρβουνου σε μια μεγάλη ομάδα χωριών της Χαλκιδικής και ευρύτερα της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης, τα λεγόμενα «χωριά των καρβουνιάρηδων».
Μετά τα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, η οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εισήλθε σε μια περίοδο μακροχρόνιας κρίσης και το νόμισμα έχασε κατά πολύ την αξία του.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, τα νομισματοκοπεία των επαρχιών έκλεισαν, μαζί και των Σιδηροκαυσίων, στη διάρκεια του α' μισού του 17ου αιώνα. Το μεταλλείο των Σιδηροκαυσίων συνέχισε εντούτοις τη λειτουργία του, με μειωμένη παραγωγή.
Από τα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιχείρησε να αντιμετωπίσει τη νομισματική κρίση με την έκδοση ενός νέου νομίσματος, του οθωμανικού γροσιού, η παραγωγή του μεταλλείου των Σιδηροκαυσίων αναδιοργανώθηκε με κρατική πρωτοβουλία, παρά την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, που οδήγησε μάλιστα στη φυλάκιση ορισμένων ραγιάδων στη Θεσσαλονίκη.
Οικοδομήθηκε μάλιστα τότε και ένα οχυρό στα Σιδηροκαύσια, με μεγάλη φρουρά και κανόνια που στάλθηκαν από την Κωνσταντινούπολη, για την προστασία του εξορυσσόμενου μεταλλεύματος.
Η λειτουργία του μεταλλείου παραχωρήθηκε με εκμίσθωση στην οικογένεια των Τσαβούς-ζαντέ της Θεσσαλονίκης, πολλά μέλη της οποίας συνέδεσαν το όνομά τους με τη διοίκηση του μεταλλείου στη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Η μαρτυρία του έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων από τη λειτουργία των οθωμανικών μεταλλείων: ο Ασίκ Μεχμέτ αναφέρει συγκεκριμένα ότι γινόταν υλοτόμηση του γειτονικού δάσους στο βουνό των Σιδηροκαυσίων για λογαριασμό του μεταλλείου, ώστε να παραχθεί καύσιμη ύλη για τα καμίνια του μεταλλείου.
Οι γειτονικές αγροτικές κοινότητες, σύμφωνα με τον Ασίκ Μεχμέτ, απαγορευόταν να κόβουν ξύλα από το δάσος αυτό.
Φαίνεται λοιπόν ότι η λειτουργία του μεταλλείου επέφερε την εκμετάλλευση του δάσους σε βάρος των τοπικών κοινωνιών, που αποκλείστηκαν από τη συμμετοχή σε ένα ώς τότε κοινό αγαθό.
Επιπλέον, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η υλοτόμηση για λογαριασμό του μεταλλείου αφορούσε εν τέλει μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή πέραν και της Χαλκιδικής, καθώς οι Οθωμανοί είχαν επιβάλει την υπηρεσία υλοτόμησης για την παραγωγή κάρβουνου σε μια μεγάλη ομάδα χωριών της Χαλκιδικής και ευρύτερα της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης, τα λεγόμενα «χωριά των καρβουνιάρηδων».
Μετά τα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, η οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εισήλθε σε μια περίοδο μακροχρόνιας κρίσης και το νόμισμα έχασε κατά πολύ την αξία του.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, τα νομισματοκοπεία των επαρχιών έκλεισαν, μαζί και των Σιδηροκαυσίων, στη διάρκεια του α' μισού του 17ου αιώνα. Το μεταλλείο των Σιδηροκαυσίων συνέχισε εντούτοις τη λειτουργία του, με μειωμένη παραγωγή.
Από τα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιχείρησε να αντιμετωπίσει τη νομισματική κρίση με την έκδοση ενός νέου νομίσματος, του οθωμανικού γροσιού, η παραγωγή του μεταλλείου των Σιδηροκαυσίων αναδιοργανώθηκε με κρατική πρωτοβουλία, παρά την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, που οδήγησε μάλιστα στη φυλάκιση ορισμένων ραγιάδων στη Θεσσαλονίκη.
Οικοδομήθηκε μάλιστα τότε και ένα οχυρό στα Σιδηροκαύσια, με μεγάλη φρουρά και κανόνια που στάλθηκαν από την Κωνσταντινούπολη, για την προστασία του εξορυσσόμενου μεταλλεύματος.
Η λειτουργία του μεταλλείου παραχωρήθηκε με εκμίσθωση στην οικογένεια των Τσαβούς-ζαντέ της Θεσσαλονίκης, πολλά μέλη της οποίας συνέδεσαν το όνομά τους με τη διοίκηση του μεταλλείου στη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Περιβαλλοντικές επιπτώσεις
Μια σειρά οθωμανικών τεκμηρίων μάς επιτρέπει κάποια πρώτα δεδομένα περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη λειτουργία του οθωμανικού μεταλλείου τον 18ο αιώνα.
Γνωρίζουμε τους αριθμούς των δέντρων που κόπηκαν για να χρησιμοποιηθούν μόνο στη στήριξη των στοών στα μεταλλεία σε δεδομένα έτη την πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα: 7.426 κορμοί (1703), 12.052 κορμοί (1704), 17.040 κορμοί (1705), 6.692 κορμοί (1706), 19.310 κορμοί (1707).
Επιπλέον, γνωρίζουμε από τα ιστορικά τεκμήρια ότι στα 1731 δεν υπήρχαν άλλα δέντρα στην περιφέρεια της Λιαρίγκοβας (σημερινής Αρναίας) για την παραγωγή κάρβουνου.
Οι χωρικοί της Λιαρίγκοβας διατάχθηκαν τότε να υπηρετήσουν ως μεταλλωρύχοι.
Επιπλέον, στα 1782 τα βουνά γύρω από την Περιστερά, τη Γαλάτιστα, τα Ραβνά, τα Μεγάλα Βραστά, το Λιβαδίτσι, το Αρδαμέρι και τη Λούκοβα δεν είχαν άλλη ξυλεία για την παραγωγή κάρβουνου.
Μετά από επιθεώρηση, με την παραγωγή κάρβουνου επιφορτίστηκαν τα χωριά που είχαν επάρκεια σε ξυλεία: η Λιαρίγκοβα, το Νιχώρι, τα Ρεβενίκια, το Γομάτου, η Βαρβάρα και ο Στανός.
Φαίνεται λοιπόν ότι η λειτουργία των μεταλλείων ευθύνεται για σημαντική καταστροφή των δασών στην περιοχή της Χαλκιδικής.
Το γεγονός, από την άλλη πλευρά, ότι, παρ’ όλα αυτά, τα δάση επιβίωσαν σχετίζεται με το ευνοϊκό για τη βλάστηση κλίμα της εποχής αυτής, που οι ιστορικοί ονομάζουν «Μικρή Παγετώδη Εποχή».
Γνωρίζουμε τους αριθμούς των δέντρων που κόπηκαν για να χρησιμοποιηθούν μόνο στη στήριξη των στοών στα μεταλλεία σε δεδομένα έτη την πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα: 7.426 κορμοί (1703), 12.052 κορμοί (1704), 17.040 κορμοί (1705), 6.692 κορμοί (1706), 19.310 κορμοί (1707).
Επιπλέον, γνωρίζουμε από τα ιστορικά τεκμήρια ότι στα 1731 δεν υπήρχαν άλλα δέντρα στην περιφέρεια της Λιαρίγκοβας (σημερινής Αρναίας) για την παραγωγή κάρβουνου.
Οι χωρικοί της Λιαρίγκοβας διατάχθηκαν τότε να υπηρετήσουν ως μεταλλωρύχοι.
Επιπλέον, στα 1782 τα βουνά γύρω από την Περιστερά, τη Γαλάτιστα, τα Ραβνά, τα Μεγάλα Βραστά, το Λιβαδίτσι, το Αρδαμέρι και τη Λούκοβα δεν είχαν άλλη ξυλεία για την παραγωγή κάρβουνου.
Μετά από επιθεώρηση, με την παραγωγή κάρβουνου επιφορτίστηκαν τα χωριά που είχαν επάρκεια σε ξυλεία: η Λιαρίγκοβα, το Νιχώρι, τα Ρεβενίκια, το Γομάτου, η Βαρβάρα και ο Στανός.
Φαίνεται λοιπόν ότι η λειτουργία των μεταλλείων ευθύνεται για σημαντική καταστροφή των δασών στην περιοχή της Χαλκιδικής.
Το γεγονός, από την άλλη πλευρά, ότι, παρ’ όλα αυτά, τα δάση επιβίωσαν σχετίζεται με το ευνοϊκό για τη βλάστηση κλίμα της εποχής αυτής, που οι ιστορικοί ονομάζουν «Μικρή Παγετώδη Εποχή».
Η αντίσταση των τοπικών κοινωνιών
Μια άλλη σειρά οθωμανικών ιστορικών τεκμηρίων από τον 18ο αιώνα μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε στην κοινωνική ιστορία των μεταλλείων των Σιδηροκαυσίων:απέναντι στην πίεση των διοικητών των μεταλλείων και του οθωμανικού κράτους για την απρόσκοπτη εξόρυξη του μεταλλεύματος, παρατηρούμε ότι οι μεταλλωρύχοι, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις μεταφέρονταν εκεί από τα γειτονικά χωριά για καταναγκαστική εργασία, αντιδρούσαν, ενίοτε μάλιστα με οργανωμένο τρόπο:
⚫ 1710: οι επιστάτες Κωνσταντίνος, Δήμος και Μίχος αποκρύπτουν μετάλλευμα «για λογαριασμό των ίδιων και των παιδιών τους»
⚫ 1721: οι μεταλλωρύχοι εξεγείρονται υπό την ηγεσία των επιστατών τους και λεηλατούν τα μεταλλεία
⚫ 1737: οι μεταλλωρύχοι υπό την ηγεσία των επιστατών τους αρνούνται να εργαστούν επιχειρώντας να εγκαταλείψουν τα μεταλλεία και να επιστρέψουν στα χωριά τους
⚫ 1753: οι χωρικοί της Ιερισσού αρνούνται να εργαστούν στα μεταλλεία
⚫ 1785: οι χωρικοί του Γομάτου αρνούνται να εργαστούν στα μεταλλεία
⚫ 1786: άρνηση εργασίας στα μεταλλεία υπό την ηγεσία των επιστατών
Τα χωριά της Χαλκιδικής στα οποία οι Οθωμανοί είχαν επιβάλει την υποχρέωση της καταναγκαστικής εργασίας στα μεταλλεία είχαν συγκροτηθεί σε «Κοινό του Μαδεμίου» (Μαντεμοχώρια).
Στα 1820, μετά από μια ακόμα εξέγερσή τους που είχε οδηγήσει στην εγκατάλειψη των μεταλλείων, το «Κοινό» πέτυχε να αναλάβει το ίδιο την εκμίσθωση των μεταλλείων, με την εγγύηση του Πατριάρχη ότι δεν θα εξεγείρονταν ξανά.
Το οθωμανικό κράτος διατηρούσε πάντως τη διεύθυνση των μεταλλείων διορίζοντας τον διοικητή τους.
Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, τον Ιούνιο του 1821, οι επαναστάτες έκαψαν το φρούριο των Σιδηροκαυσίων και έδρα του διοικητή των μεταλλείων Μαντέν Αγά, ο οποίος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή και έχασε σε ενέδρα σχεδόν όλους τους άντρες του.
Στα 1820, μετά από μια ακόμα εξέγερσή τους που είχε οδηγήσει στην εγκατάλειψη των μεταλλείων, το «Κοινό» πέτυχε να αναλάβει το ίδιο την εκμίσθωση των μεταλλείων, με την εγγύηση του Πατριάρχη ότι δεν θα εξεγείρονταν ξανά.
Το οθωμανικό κράτος διατηρούσε πάντως τη διεύθυνση των μεταλλείων διορίζοντας τον διοικητή τους.
Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, τον Ιούνιο του 1821, οι επαναστάτες έκαψαν το φρούριο των Σιδηροκαυσίων και έδρα του διοικητή των μεταλλείων Μαντέν Αγά, ο οποίος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή και έχασε σε ενέδρα σχεδόν όλους τους άντρες του.
Από τον φιλελευθερισμό στη νεοαποικιοκρατία
Μετά τα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 στη Χαλκιδική, η μεταλλευτική δραστηριότητα φαίνεται ότι σταμάτησε στα Σιδηροκαύσια, παρά κάποιες προσπάθειες του οθωμανικού κράτους.
Το ενδιαφέρον για τα μεταλλεία επανήλθε στα τέλη του 19ου αιώνα, στη συγκυρία της ανόδου του φιλελεύθερου καπιταλισμού σε συνδυασμό με τη χρεοκοπία της οθωμανικής οικονομίας στα 1881.
Τα μεταλλεία εκμεταλλεύτηκε από το 1893 η γαλλο-οθωμανική Societé Ottomane des Mines de Cassandra (η βορειοανατολική Χαλκιδική υπαγόταν τότε διοικητικά στον καζά/επαρχία της Κασσάνδρας, από όπου και η ονομασία αυτή).
Στη νέα αυτή ιστορική περίοδο, η εξορυκτική δραστηριότητα στράφηκε στην εκμετάλλευση του κοιτάσματος του σιδηροπυρίτη στο μεταλλείο του Μαντέμ Λάκκου από το 1901.
Το 1920, στο ελληνικό κράτος πια από το 1913, τα μεταλλεία πυρίτη της γαλλο-οθωμανικής εταιρείας εκμισθώθηκαν για 60 έτη στην Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, η οποία απορρόφησε λίγο αργότερα την προηγούμενη εταιρεία.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο, η ΑΕΕΧΠ&Λ περιήλθε στον έλεγχο του Πρόδρομου «Μποδοσάκη» Αθανασιάδη, μέχρι τη διάλυση της εταιρείας το 1992.
Η τελευταία φάση της εξορυκτικής δραστηριότητας στη βορειοανατολική Χαλκιδική ξεκινά το 1995, όταν τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των «Μεταλλείων Κασσάνδρας» περιήλθαν στην TVΧ Hellas, θυγατρική της καναδικής μεταλλευτικής εταιρείας TVX Gold, με νέο στόχο πλέον τη μεταλλουργία χρυσού.
Με την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας και του περιβαλλοντικού κινήματος η εξορυκτική δραστηριότητα σταμάτησε με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2002.
Τον Ιανουάριο του 2004, με ειδικό νόμο, τα μεταλλευτικά δικαιώματα και το σύνολο των εγκαταστάσεων των «Μεταλλείων Κασσάνδρας» περιήλθαν στην Ελληνικός Χρυσός Α.Ε., εταιρεία που ανήκει κατά 95% στην καναδική Eldorado Gold Corporation και κατά 5% στον όμιλο Ελλάκτωρ.
Η ιστορική αναδρομή που επιχειρήσαμε παραπάνω με τη συνδρομή και της προσέγγισης της περιβαλλοντικής ιστορίας (προσέγγισης που έχει θέσει νέα ερωτήματα για τα περιβαλλοντικά ζητήματα στην ιστορία) δείχνει ότι η εκμετάλλευση του υπεδάφους αλλά και των γειτονικών δασών από τη μεταλλουργική δραστηριότητα που ξεκίνησαν οι Οθωμανοί, μια αυτοκρατορική δύναμη των πρώιμων νεότερων χρόνων, συνέχισε από τα τέλη του 19ου αιώνα μια γαλλο-οθωμανική και μια ελληνική εταιρεία και επιδιώκουν να συνεχίσουν σήμερα οι καναδικές εταιρείες, εξορυκτικές νεοαποικιακές δυνάμεις του ύστερου καπιταλισμού, αποτέλεσε και αποτελεί ιστορικά σημείο τριβής τόσο με το περιβάλλον όσο και με την τοπική κοινωνία.
Το ενδιαφέρον για τα μεταλλεία επανήλθε στα τέλη του 19ου αιώνα, στη συγκυρία της ανόδου του φιλελεύθερου καπιταλισμού σε συνδυασμό με τη χρεοκοπία της οθωμανικής οικονομίας στα 1881.
Τα μεταλλεία εκμεταλλεύτηκε από το 1893 η γαλλο-οθωμανική Societé Ottomane des Mines de Cassandra (η βορειοανατολική Χαλκιδική υπαγόταν τότε διοικητικά στον καζά/επαρχία της Κασσάνδρας, από όπου και η ονομασία αυτή).
Στη νέα αυτή ιστορική περίοδο, η εξορυκτική δραστηριότητα στράφηκε στην εκμετάλλευση του κοιτάσματος του σιδηροπυρίτη στο μεταλλείο του Μαντέμ Λάκκου από το 1901.
Το 1920, στο ελληνικό κράτος πια από το 1913, τα μεταλλεία πυρίτη της γαλλο-οθωμανικής εταιρείας εκμισθώθηκαν για 60 έτη στην Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, η οποία απορρόφησε λίγο αργότερα την προηγούμενη εταιρεία.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο, η ΑΕΕΧΠ&Λ περιήλθε στον έλεγχο του Πρόδρομου «Μποδοσάκη» Αθανασιάδη, μέχρι τη διάλυση της εταιρείας το 1992.
Η τελευταία φάση της εξορυκτικής δραστηριότητας στη βορειοανατολική Χαλκιδική ξεκινά το 1995, όταν τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των «Μεταλλείων Κασσάνδρας» περιήλθαν στην TVΧ Hellas, θυγατρική της καναδικής μεταλλευτικής εταιρείας TVX Gold, με νέο στόχο πλέον τη μεταλλουργία χρυσού.
Με την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας και του περιβαλλοντικού κινήματος η εξορυκτική δραστηριότητα σταμάτησε με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2002.
Τον Ιανουάριο του 2004, με ειδικό νόμο, τα μεταλλευτικά δικαιώματα και το σύνολο των εγκαταστάσεων των «Μεταλλείων Κασσάνδρας» περιήλθαν στην Ελληνικός Χρυσός Α.Ε., εταιρεία που ανήκει κατά 95% στην καναδική Eldorado Gold Corporation και κατά 5% στον όμιλο Ελλάκτωρ.
Η ιστορική αναδρομή που επιχειρήσαμε παραπάνω με τη συνδρομή και της προσέγγισης της περιβαλλοντικής ιστορίας (προσέγγισης που έχει θέσει νέα ερωτήματα για τα περιβαλλοντικά ζητήματα στην ιστορία) δείχνει ότι η εκμετάλλευση του υπεδάφους αλλά και των γειτονικών δασών από τη μεταλλουργική δραστηριότητα που ξεκίνησαν οι Οθωμανοί, μια αυτοκρατορική δύναμη των πρώιμων νεότερων χρόνων, συνέχισε από τα τέλη του 19ου αιώνα μια γαλλο-οθωμανική και μια ελληνική εταιρεία και επιδιώκουν να συνεχίσουν σήμερα οι καναδικές εταιρείες, εξορυκτικές νεοαποικιακές δυνάμεις του ύστερου καπιταλισμού, αποτέλεσε και αποτελεί ιστορικά σημείο τριβής τόσο με το περιβάλλον όσο και με την τοπική κοινωνία.
Σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, δυστυχώς γι' αυτό, παρά την εξάντληση των κοιτασμάτων που μαρτυρείται κατά καιρούς, και μπορούμε εύλογα να συμπεράνουμε μετά την εξόρυξη σε μακρά διάρκεια, το φάντασμα της εξορυκτικής εκμετάλλευσης επανέρχεται συνεχώς στην ιστορία.
Όπως έχει παρατηρηθεί και για τα μεταλλεία του Μεξικού, που άνοιξαν από τους conquistadores Ισπανούς κατά τον 16ο αιώνα, σχεδόν την ίδια εποχή με τα Σιδηροκαύσια, και συνεχίζουν να λειτουργούν μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι τα κοιτάσματά τους εξαντλούνταν στη διάρκεια των αιώνων, τα διαδοχικά καθεστώτα μεταλλευτικής εκμετάλλευσης πέτυχαν να είναι το καθένα πιο παραγωγικό από το προηγούμενο, μέσω της εντατικοποίησης της εξόρυξης, χάρη σε όλο και πιο εξελιγμένες τεχνικές, ενεργειακές πηγές και νομοθεσίες.
Στο Μεξικό έχουν παρατηρηθεί διαδοχικές φάσεις αναζωογόνησης των εξορύξεων, επιτάχυνσης και ενίσχυσής τους, στη συγκυρία των μεταρρυθμίσεων των Βουρβόνων τον 18ο αιώνα, κατά την πρώτη φιλελεύθερη περίοδο του 19ου αιώνα και σήμερα με τους Καναδούς.
Στο Μεξικό έχουν παρατηρηθεί διαδοχικές φάσεις αναζωογόνησης των εξορύξεων, επιτάχυνσης και ενίσχυσής τους, στη συγκυρία των μεταρρυθμίσεων των Βουρβόνων τον 18ο αιώνα, κατά την πρώτη φιλελεύθερη περίοδο του 19ου αιώνα και σήμερα με τους Καναδούς.
Παράλληλη είναι και η κυκλική ιστορία των εξορύξεων στη ΒΑ Χαλκιδική, στη συγκυρία της προσπάθειας των Οθωμανών να αναζωογονήσουν την παραγωγή τον 18ο αιώνα, κατά την πρώτη φιλελεύθερη καπιταλιστική περίοδο του τέλους του 19ου αιώνα, που συνεχίστηκε και στη διάρκεια του 20ού αιώνα, και σήμερα με τις καναδικές εταιρείες και εδώ, τους νεοφιλελεύθερους πρωταγωνιστές του νέου «πυρετού του χρυσού».
Διαβάστε
▩ Ηλίας Κολοβός, «Πριν τους Καναδούς… οι Οθωμανοί: η περιβαλλοντική ιστορία των εξορύξεων στη Χαλκιδική», στον ιστότοπο του Παρατηρητηρίου Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων antigold.org (δημοσιεύτηκε στις 26.11.2015). Κριτική προσέγγιση της εκδοχής που προβάλλει η ιστοσελίδα της εταιρείας HellasGold για την ιστορία των εξορύξεων στη Χαλκιδική.
▩ Elias Kolovos - Phokion Kotzageorgis, «Halkidiki in the Early Modern Period: Towards an Environmental History», σε Basil G. Gounaris (ed.), Mines, Olives and Monasteries: Aspects of Halkidiki’s Environmental History (Θεσσαλονίκη 2015), σ. 123-161. Η πολύπλευρη ιστορία της κατοίκησης και της οικονομίας της Χαλκιδικής υπό οθωμανική κυριαρχία, με έμφαση στην περιβαλλοντική διάσταση και ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στην ίδρυση και τη λειτουργία των οθωμανικών μεταλλείων.
▩ Ιωακείμ Α. Παπάγγελος, «Το ‘‘κοινόν του Μαδεμίου’’», στον συλλογικό τόμο «Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία» (Θεσσαλονίκη 1991, εκδ. Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης), σ. 255-270. Μελέτη των οθωμανικών μεταλλείων των Σιδηροκαυσίων και των γειτονικών κοινοτήτων που συγκροτήθηκαν βραχύβια σε «Κοινόν».
▩ Βασιλική Σειρηνίδου, «Δάση στον ελληνικό χώρο (15ος-18ος αι.): Αναψηλαφώντας μια ιστορία καταστροφής» (περ. Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, τχ.11 (2014), σ. 69-87). Μια πρώτη προσέγγιση της Ιστορίας των δασών στον ελληνικό χώρο, από τη σκοπιά της Περιβαλλοντικής Ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου